- ουινταθήριο
- το(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος μεγάλων πρωτόγονων οπληφόρων θηλαστικών τού μέσου και ανώτερου ηωκαίνου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεινοκέρατα — Γένος απολιθωμένων θηλαστικών της οικογένειας των δεινοκερατιδών, συνώνυμο με το ουινταθήριο. Έζησαν στην ηώκαινο υποπερίοδο του καινοζωικού αιώνα. Είχαν μέγεθος ρινόκερου, με τρία ζεύγη οστέινων προεξοχών στο κρανίο. Διέθεταν, επίσης, μεγάλους… … Dictionary of Greek